γιγγλυμούμαι

γιγγλυμούμαι
γιγγλυμούμαι (-όομαι) (Α) [γίγγλυμος]
συνδέομαι, όπως ο γίγγλυμος, με γιγγλυμοειδή άρθρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”